- υπερθρασύνομαι
- совершенно обнаглеть
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπερθρασύνομαι — Α αποκτώ θάρρος σε υπέρμετρο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ + θρασύνομαι «αποκτώ θάρρος, τολμώ να κάνω κάτι»] … Dictionary of Greek
ὑπερθρασύνονται — ὑπερθρασύ̱νονται , ὑπερθρασύνομαι act with great audacity pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)